23/11/08

No smoking

20/11/08

Φόνοι στο όνομά μας

(Γι΄αυτό και το προηγούμενο post έκκληση που με ξαναφέρνει στο post της 2/6/08 για όσους θέλουν να βρουν τους στίχους).

Κανείς δεν μπόρεσε να τη διεκδικήσει. Δεν έμαθαν καν αν η θέση υπήρχε πραγματικά. Δεν έμαθαν αν ήταν τα λεφτά, μια γνωριμία, μια σφραγίδα στα χαρτιά ή τι τέλος πάντων αυτό που θα άνοιγε την πύλη. Μία θέση στο τελευταίο πλοίο. Ολη τη νύχτα η φήμη σύρθηκε στα βρώμικα σοκάκια του λιμανιού, σ’ όλες τις τρύπες που κρυβόταν οι κυνηγημένοι. Μια θέση. Στο τελευταίο πλοίο. Εφταναν ως εκεί σίγουροι ότι θάναι μόνοι. Μερικοί από αυτούς είχαν ήδη πληρώσει για να πάρουν την πολύτιμη πληροφορία. Αλλοι απλά τους ακολούθησαν. Ακολούθησαν την οσμή της ελπίδας, το γαλάζιο πόθο της απόδρασης, μια στιγμιαία λάμψη στα μάτια. Ειδαν παζάρια και αμίλητες υποσχέσεις. Και καθώς οι πρώτες σκιές γλυστρούσαν τοίχο τοίχο να φτάσουν στη θάλασσα, άλλες σκιές πατούσαν τα βήματά τους και άλλες και το σκοτεινό πλήθος, σιωπηλό πλησίαζε την πύλη. Ωσπου οι πρώτοι και οι τελευταίοι έγιναν ένα μπροστά στον ψηλό τσιμεντένιο μαντρότοιχο. Μπροστά τους προβολείς και συρματοπλέγματα, φυλάκια και μυδράλια. Μέσα σε μια σιωπή υγρή, πηχτή. Δεν είχαν έκπληξη ούτε και απογοήτευση. Δεν είχαν τίποτα μάλλον. Ούτε και λόγο να γυρίσουν πίσω.

Ο Κανίσκι – ο στρατηγός – είχε φθάσει τώρα στο λιμάνι και τριγυρνούσε μέσα από το συρματόπλεγμα σα λυσσασμένος σκύλος. Η καθαρή στολή, το ζεστό νερό που τον ξέπλυνε, δεν ξεθύμανε τη δίψα του για φωτιά, καπνό και αίμα. Ούτε και τα λεφτά που τον περίμεναν στη θυρίδα του. Ούτε και τα λάφυρα που στίβαζε σε κασόνια μέσα στο πνιγηρό τολ του λιμανιού.

Τον Κανίσκι τον είχαν φέρει εδώ για να δώσει τη λύση. Για να κάνει αυτά που όλοι οι άλλοι, πολιτικοί, επιχειρηματίες, διεθνείς οργανισμοί δεν ήθελαν να κάνουν. Ο Κανίσκι, ο στρατηγός, ήταν το εργαλείο και ο εγκέφαλος. Ενας τέλειος μηχανισμός τρόμου και καταστροφής, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Εγώ, ο Μάρκι Σπόζιτο, το ξέρω καλά αυτό. Μου το λέει κάθε στιγμή το κομμένο από τον αγκώνα χέρι, τυλιγμένο μέσα στους επιδέσμους.

Ο Μάρκι Σπόζιτο παραμονεύει το πέρασμα. Ο στρατηγός και τα κομάντο του έχουν ήδη περάσει από τους καταυλισμούς. Η εντολή είναι να μη μείνει τίποτα όρθιο. Ομως ο στρατηγός λέει ότι κάποιοι θα γλυτώσουν. Τη νύχτα θα βρεθούν στο πέρασμα, εκεί θα είναι ο Μάρκι και οι δικοί του. Κανείς δεν πρέπει να φθάσει στο λιμάνι. Αυτή είναι η αποστολή του Κανίσκι. Να κόψει το δρόμο προς το λιμάνι. Το λιμάνι δεν χωράει τους κυνηγημένους και δεν υπάρχει τόπος, χώρα, γι αυτούς να τους περιμαζέψει. Μετά θα αδειάσει και το λιμάνι.

Ο Μάρκι δίνει το σήμα μόλις εμφανίζονται οι πρώτες σκιές. Οι πράσινες φιγούρες είναι καθαρός στόχος για τους άντρες του. Μέσα από τους φακούς νυχτερινής όρασης το ανθρώπινο τρομαγμένο κοπάδι δεν έχει καμμιά ελπίδα. Οι κυνηγοί μπορούν να μείνουν αθέατοι όπως αθέατο είναι και το κατακόκκινο αίμα. Μια πράσινη κηλίδα, πολλές πράσινες κηλίδες. Τινάζονται στο αέρα και ύστερα πέφτουν στο χώμα ακολουθώντας τα περιγράμματα των σωμάτων.

Ο Μάρκι σηκώνει την κάννη και δίνει το σύνθημα της παύσης πυρός. Ηδη πιο πίσω έχει φθάσει ο στρατηγός όρθιος πάνω στο τζιπ. Ο Μάρκι περπατάει αργά προς το μέρος του. Εχει περάσει το όπλο στον ώμο και το χέρι του, κρεμασμένο χοροπηδάει ακόμα στο ρυθμό του σφυροκοπήματος. Δεν πρόλαβε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τον άρπαξε από αυτό το χέρι. Μια μικρόσωμη πράσινη φιγούρα, δυο σκοτεινά μάτια, ύστερα η ριπή, το χέρι του, η πράσινη κηλίδα, το πράσινο παιδί. Οχι επιζώντες είχε πει ο στρατηγός. Οχι έλεος.

Εκανα τη δουλειά στα βουνά, και με το παραπάνω.
Ο Κανίσκι μιλάει στους στρατηγούς, τους κανονικούς με τα κανονικά γαλόνια και τις στολές. Τα λόγια του σκάνε σαν τις σφαίρες του. Κοφτά και απανωτά, τονισμένα ανάμεσα σε δόντια που τρίζουν και σταγόνες σάλιου που του πετάγονται από το στόμα. Εσείς και τα συνεταιράκια σας το είχατε αφήσει να παραγίνει το κακό. Τώρα μου ζητάτε να ψάχνω σε κάθε ποντικοφωλιά του λιμανιού να ξετρυπώσω ένα ένα αυτά τα κουρέλια.

Στα βουνά το κυνήγι είναι εύκολο. Το κοπάδι σκορπάει και τα όπλα μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους. Αυτό, το καθημερινό, είναι ακριβό ψιλικατζίδικο.

Οταν στις πεδιάδες πίσω από τα βουνά, άρχισαν να καταφθάνουν τα μηχανήματα εξόρυξης κανείς δεν είχε ανησυχήσει. Μετά οι αγρότες άρχισαν τις φασαρίες και οι στρατηγοί με το αζημίωτο έκαναν τα στραβά μάτια για τις σφαγές. Αργότερα, όταν όλος ο κόσμος τους εγκατέλειψε, οι τρομαγμένοι άνθρωποι της πεδιάδας άρχισαν να περνούν τα βουνά για να φθάσουν στο λιμάνι κι από κει στη θάλασσα. Να φύγουν.

Οι εταιρίες εξόρυξης διευκόλυναν το μπαρκάρισμα. Οσο πιο γρήγορα άδειαζαν οι πεδιάδες τόσο το καλύτερο. Τα έβρισκαν με τους στρατηγούς. Κάτι σαπιοκάραβα φόρτωναν τους ταραξίες και τους παράταγαν όπως όπως στις απέναντι παραλίες. Υστερα οι απέναντι βάλανε βέτο. Θέλαν κι αυτοί μερίδιο στην πίτα και η δουλειά χάλασε. Μπήκαν τα μεγάλα μέσα, κάτι διπλωμάτες κάτι μεσάζοντες... Μέχρι εδώ, είπαν. Δεν περνάει κανένας. Λύστε το θέμα μόνοι σας και χωρίς πολύ φασαρία.
Οι στρατηγοί απείλησαν με φυλακίσεις όσους εύρισκαν στα βουνά. Στην πεδιάδα πίσω τα χωράφια γέμιζαν μαύρο τρόμο. Στο λιμάνι λιγόστευαν τα παράνομα σαπιοκάραβα. Οι άδειες εξόδου.
Κι ένα πλήθος κυνηγημένων, με τα μάτια άδεια περιδιάβαινε τα βουνά και συνωθούνταν γύρω από τις πύλες τις πόλης. Να φθάσει στη θάλασσα. Στη μοναδική διέξοδο απόδρασης. Χωρίς σχέδιο. Ισως και χωρίς ελπίδα. Μόνο με το ένστικτο του ζώου που είναι πιασμένο στη φάκα.

Πότε προσγειώθηκαν τα σκούρα μεταγωγικά, πότε κατέβασαν τζιπ, όπλα και βαρεμένους από τους σκοτωμούς άντρες, τα κοπάδια των κυνηγημένων το κατάλαβαν όταν άρχισε ο αφανισμός. Ο Κανίσκι δεν πετούσε το χρόνο του. Eφθανε στο λιμάνι μόνο για ανεφοδιασμό και μεθύσια. Υστερα γυρνούσε στα βουνά, μύριζε ίχνη, και άφηνε τα κομμάντο του να αδειάζουν τους γεμιστήρες στους νεκροζώντανους στόχους.
Κάποιοι κατάφερναν να μπούν στην πόλη. Να χαθούν στα στενοσόκακα και τις αγορές. Κρυβόταν σαν τα ζώα σε τρύπες και πουλούσαν ό,τι είχαν για να περάσουν απέναντι στη χερσόνησο. Καμμιά φορά οι άντρες του Κανίσκι πετύχαιναν κανένα τέτοιο ξέμπαρκο που ξεμύτιζε μαγεμένος από τη μυρωδιά της θάλασσας και από τον πόθο του φευγιού. Τον καθάριζαν εκεί στα μπλόκια της παραλίας. Εριχναν το κορμί του στο νερό να το πάρει, να το πάει από την άλλη μεριά. Θύμιζαν στους απέναντι πως τα λεφτά τους έπιαναν τόπο. Κάποιοι έκαναν τη βρώμικη δουλειά που εκείνοι σιχαίνονταν.

Ο Μάρκι Σπόζιτο, είχε δώσει πολλές μάχες. Δίκαιες άδικες δε σκοτιζότανε, όσο έπεφτε το παραδάκι. Είχε καλούς συντρόφους, της πάστας του, τον κάλυπταν και τους κάλυπτε. Ούτε τώρα τον άφησαν έτσι. Και ο στρατηγός όταν τού’κοψε με μια ριπή το χέρι, του το ξεκαθάρισε. Λεφτά για να περάσει μια ζωή ζάχαρη θα τού’δινε μόλις άφηναν αυτό το βρωμότοπο.

Απόψε του’πε θα καθαρίσουμε. Απόψε θα τους βάλουμε όλους στο χέρι Σπόζιτο. Εχω το σχέδιο έτοιμο. Εδώ μπροστά θα τελειώνουμε και ύστερα θα έρθουν τα μεταγωγικά και φύγαμε.
Αργά τη νύχτα οι δικοί του λάκισαν. Ο Μάρκι βγήκε στην προβλήτα και τους είδε. Αλλοι έπιασαν ψηλά στα φυλάκια τα μυδράλια. Αλλοι χάθηκαν αθόρυβα έξω από την πύλη.
Μύρισε τον αέρα σαν αγρίμι, σκέφτηκε το ταξίδι, σήκωσε το κομμένο χέρι και χαιρέτησε τη θάλασσα. Υστερα άναψε τσιγάρο. Οι μάχες γι’ αυτόν είχαν τελειώσει.
Οταν έπιασε το σύρσιμο έξω από το μαντρότοιχο, δεν πολυκατάλαβε. Οταν άρχισαν οι ψίθυροι και μετά οι φωνές, το ποδοβολητό, το κροτάλισμα των αυτόματων, είδε το σχέδιο του στρατηγού. Σα ποντίκια οι κυνηγημένοι είχαν μυρίσει το τυρί και τώρα οι σφαίρες τραγουδούσαν γι’ αυτούς έναν μεταλλικό, άχρονο επικήδειο. Ο Μάρκι σκίρτησε. Η τελευταία μάχη του γινόταν χωρίς αυτόν. Ανέβηκε αργά τα σκαλιά του φυλάκιου. Δεν γύρισε να δει ποιος καθόταν πίσω απ’ το μυδράλιο. Στάθηκε σα σε μπαλκόνι. Τράβηξε αργά το όπλο από τη ζώνη του και σημάδεψε. Το σώμα του στεκόταν όρθιο πάνω από όλο αυτό το θάνατο. Πυροβόλησε. Λύγισε, γονάτισε και κύλησε προς τα κάτω, αργά, σαν να αναπαυόταν πια, μέσα σε μια θάλασσα καπνού, αναφιλητών και γαλάζιων πόθων.

Όχι στο Όνομά μας

Το κράτος της νέας εποχής θα είναι περισσότερο στην αστυνόµευση και την καταστολή, µέχρις ότου αυτή η κατάσταση γίνει αποδεκτή, σαν φάρµακο για τη θεραπεία τού αυξανόµενου φόβου για το ο,τιδήποτε. Οι πολίτες απελπισμένοι από τα αδιέξοδα ενός πλαστού οράματος που καταρρέει, ανέχονται αγόγγυστα να κλείνονται πίσω από τoίχους, όλοι οι εφιάλτες τους. Φυλακές, ψυχιατρεία, κέντρα υποδοχής προσφύγων, γκετοποιημένες συνοικίες, τείχη, συρματοπλέγματα, αναλαμβάνουν να κρύψουν από τα μάτια του προβατοποιημένου πλήθους, την παντελή ανεπάρκεια του συστήματος να αποδώσει στην κοινωνία όσα παραμύθια είχε υποσχεθεί. Και αδιόρατη πάνω από τα κεφάλια μας κρέμεται η απειλή: "πρόσεχε μπορεί να έρθει και η σειρά σου".

Αναδημοσιεύω από το http://kratoumenoi.wordpress.com/

Με αφορμή το πρωτόγνωρο κύμα απεργιών πείνας από τους κρατούμενους στις Ελληνικές φυλακές αλλά και την εγκληματική αποσιώπησή του από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, για τη Δημοκρατία και την προάσπιση των βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων καλούμε όλους όσους διατηρούν μπλογκς, διαδικτυακά φόρα και όχι μόνο να δημοσιεύσουν ταυτόχρονα και συντονισμένα στις 20 Νοεμβρίου 2008, ημέρα Πέμπτη, το παρακάτω κείμενο και όλους του χρήστες του διαδικτύου να το υπογράψουν.

Όχι στο Όνομά μας


“Είναι απαράδεκτη η κατάσταση στις ελληνικές φυλακές. Είναι κύριο θέμα η ριζική αλλαγή του σωφρονιστικού συστήματος”.
– Κάρολος Παπούλιας, 6/11/08

“Είμαστε άνθρωποι – κρατούμενοι. Άνθρωποι, λέω”
- Βαγγέλης Πάλλης, Κρατούμενος, 9/11/08


Από τις τρεις Νοεμβρίου μία εκκωφαντική κραυγή συνταράσσει τα θεμέλια της Δημοκρατίας μας. Από τις τρεις Νοεμβρίου σύσσωμοι οι κρατούμενοι όλης της χώρας κατεβαίνουν σε απεργία πείνας διεκδικώντας το αυτονόητο : τη χαμένη τους αξιοπρέπεια. Απέναντί τους αντιμετωπίζουν την εκκωφαντική σιωπή των κραταιών ΜΜΕ και την παντελή αδιαφορία της πολιτικής ηγεσίας. Σε αυτές τις πρακτικές όσοι υπογράφουμε αυτό το κείμενο ΔΕ ΣΥΝΑΙΝΟΥΜΕ.

Η κατάσταση στις Ελληνικές φυλακές είναι απερίγραπτη και μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με τη σκληρή γλώσσα των μαθηματικών. Στα κατ’ επίφαση “σωφρονιστικά” ιδρύματα της χώρας έχουν καταγραφεί συνολικά 417 θάνατοι την τελευταία δεκαετία, ενώ ο ρυθμός τους έχει απογειωθεί σε τέτοιο σημείο, ώστε σήμερα να σβήνουν στα χέρια του κράτους τέσσερις άνθρωποι το μήνα. Η πληρότητα αγγίζει το 168% (10.113 κρατούμενοι για 6.019 θέσεις) με την αναλογία χώρου για κάθε άνθρωπο να φτάνει σε περιπτώσεις το 1τμ. Με ημερήσιο κρατικό έξοδο ανά κρατούμενο τα 3,60 Ευρώ τα συσσίτια που παρέχονται είναι άθλια, οι υποδομές θυμίζουν μεσαίωνα και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι ελλιπέστατη. Συγχρόνως, το Ελληνικό δικαστικό σύστημα στέλνει στη φυλακή έναν στους χίλιους κατοίκους της χώρας με τους έγκλειστους χωρίς δίκη (υπό προσωρινή κράτηση) να αγγίζουν το 30% του συνολικού αριθμού των κρατουμένων. Αν η ποιότητα μίας Δημοκρατίας κρίνεται από τις φυλακές της, τότε η Δημοκρατία μας ασθμαίνει. Αν η τιμώρηση παραβατικών συμπεριφορών με εγκλεισμό γίνεται από το κράτος στο όνομα της κοινωνίας, τότε για την κατάσταση στις Ελληνικές φυλακές είμαστε όλοι υπόλογοι, με συντριπτικές όμως ευθύνες να αναλογούν στην κρατική μηχανή. Σε αυτή την πραγματικότητα όσοι υπογράφουμε αυτό το κείμενο απαντούμε ΟΧΙ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΑΣ.

Τα στοιχεία που αποκαλύπτονται από επίσημους φορείς για τις Ελληνικές φυλακές σκιαγραφούν εικόνα κολαστηρίων. Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων (2007) διαπιστώνει βασανιστήρια, απάνθρωπη μεταχείριση και απειλές κατά της ζωής κρατουμένων, σειρά παραβιάσεων αναφορικά με τις συνθήκες κράτησης, ελλείμματα στη διερεύνηση και τιμωρία των ενόχων, αποσιώπηση περιστατικών βίας με την συμπαιγνία ιατρών και φυλάκων, απαράδεκτες συνθήκες ιατρικής περίθαλψης και ιατρικού ελέγχου στους κρατούμενους κλπ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει εκδώσει σειρά καταδικαστικών για την Ελλάδα αποφάσεων που αφορούν κακομεταχείριση ή/και παραβιάσεις άλλων δικαιωμάτων κρατουμένων από σωφρονιστικές αρχές. Η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχει πάρει απόφαση - καταπέλτη για τα κακώς κείμενα στις φυλακές, προτείνοντας άμεσες δράσεις για την επίλυση τους. Ο Συνήγορος του Πολίτη διαμαρτύρεται για την παντελή έλλειψη συνεργασίας των αρμόδιων κρατικών φορεών μαζί του, λόγω της οποίας έχει ουσιαστικά απαγορευτεί η είσοδός του στις φυλακές της χώρας τα τελευταία δύο χρόνια. Οι δικηγορικοί σύλλογοι όλης της χώρας, μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως η Διεθνής Αμνηστία, και πολλοί πολιτικοί/κοινωνικοί φορείς καταγγέλλουν την απαράδεκτη κατάσταση και ζητούν ευρύτερη συνεργασία για το ξεπέρασμα του προβλήματος. Αν ανθρώπινα είναι τα δικαιώματα που πρέπει να απολαμβάνει κάθε ανθρώπινο ον, κάθε στέρησή τους στις Ελληνικές φυλακές αποτελεί ανοιχτή πληγή για την κοινωνία μας. Σε αυτή την κατάσταση όσοι υπογράφουμε αυτό το κείμενο απαντούμε ΝΑ ΣΠΑΣΕΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΟ ΑΒΑΤΟ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ.

Με την απεργία πείνας οι κρατούμενοι καταφεύγουν στο τελευταίο οχυρό αντίστασης, που τους έχει απομείνει, το σώμα τους. Είχε προηγηθεί έσχατη έκκλησή τους προ μηνός προς τους ιθύνοντες να ενσκήψουν στο πρόβλημα, καθώς δεν πήγαινε άλλο. Για να λύσουν την απεργία πείνας ζητούν την ικανοποίηση αιτημάτων, που αποκαθιστούν την χαμένη τους αξιοπρέπεια και επανακτούν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματά τους, αιτημάτων συγκεκριμένων, αξιοπρεπών και άμεσα υλοποιήσιμων. Απέναντι στις κινητοποιήσεις των κρατουμένων η πολιτική ηγεσία εξαντλεί τη δράση της σε αδιαφορία, υποσχέσεις και καταστολή των κινημάτων τους. Τυχόν αδιαφορία και αναλγησία της πολιτικής ηγεσίας όμως και σε αυτή τη φάση θα σημαίνει νεκρούς απεργούς πείνας. Στη μετωπική λοιπόν σύγκρουση που επιλέγουν οι κρατούμενοι της χώρας για τη διεκδίκηση των ανθρωπίνως αυτονόητων δε μπορούμε να μένουμε απαθείς σταυρώνοντας τα χέρια και περιμένοντας τις ειδήσεις των θανάτων από τις απεργίες πείνας αλλά θα σταθούμε αλληλέγγυοι. Αν η περιφρούρηση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επιβάλλουν την επαγρύπνιση όλων μας, τώρα είναι λοιπόν η στιγμή να πάρουμε θέση όλοι απέναντι στο πρόβλημα χωρίς αδιαφορίες και υπεκφυγές.

Απέναντι στην τεταμένη κατάσταση στις φυλακές όλης της χώρας όσοι υπογράφουμε αυτό το κείμενο καθιστούμε την πολιτική ηγεσία απολύτως υπεύθυνη για ό,τι συμβεί και απαιτούμε άμεσα την τόσο θεσμική όσο και στην πράξη ΕΓΓΥΗΣΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΚΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ.

9/11/08

Ροζ φτερά

Και κείνη εμφανίστηκε στο χείλος της πόρτας, μέσα σε ένα σύννεφο καπνού με τα ροζ φτερά να πετούν γύρω της. Ο δυνατός κρότος είχε ήδη κάνει το Νώντα να πεταχτεί. Tώρα στέκονταν οι δύο πρόσωπο με πρόσωπο, σχεδόν κολλητά. Οι μεγάλες της βλεφαρίδες είχαν γίνει τριανταφυλλιές. Tα χείλη της ξεφυσούσαν πούπουλα.
Το γέλιο της δυνατό και ζωντανό γέμιζε το χώρο και έκανε το σώμα της να συσπάται. Τα πάντα γύρω σκεπαζόταν αργά από το ρόζ πέπλο. Kαθώς ο καπνός καταλάγιαζε εκείνος είχε αρχίσει να σκέφτεται τι μπορεί να συνέβη πάλι.
Και έτσι ανατράπησε η εικόνα του κόσμου, την άκουσε να φωνάζει μέσα στο γέλιο της.
Αυτός διέσχισε το δωμάτιο και άνοιξε το παράθυρο. Ο δροσερός αέρας ξεσήκωσε πάλι το καθισμένο σύννεφο των φτερών και το στροβίλισε.
Εκείνη πέταξε την πετσέτα που ήταν δεμένη γύρω από το σώμα της και πήρε το πονηρό ένοχο ύφος.
Τώρα θα πάνε όλοι στον Αρειο Πάγο, είπε. Τίναξε τα βρεγμένα μαλλιά της και έστειλε βαριά βρεγμένα πούπουλα σε κάθε γωνιά.
Ο Νώντας 'εριξε μια ματιά στο δωμάτιο. Το μονίμως ξέστρωτο κρεβάτι έμοιαζε πεδίο μάχης. Η μαύρη τρύπα στο κέντρο φαινόταν να έχει καταπιεί κάτι. Κάτι που τώρα είχε χάσει το σχήμα του, μέσω τήξης και αεριοποίησης. Ο Νώντας δεν τις ήξερε αυτές τις λέξεις. Θα έλεγε στάχτη και μπούρμπερη.
Η μυρωδιά του είναι γνωστή. Ο αέρας της Μάρας είναι ένας αέρας μικρών καταστροφών, αυτή η γυναίκα έχει ένα ταλέντο στις μικρές αλλά θεαματικές ζημιές. Δε θα την έλεγες αδέξια. Σαν υπακούοντας σε μια ανακλαστική εσωτερική παρόρμηση μπορεί να τινάξει στον αέρα κάθε σκηνικό κανονικότητας, σοβαρότητας - σοβαροφάνειας λέει η ίδια με μια φυσικότητα που προκαλεί.
Ο Νώντας της έσκασε ένα φιλί και μετά πήγε αργά να σηκώσει τα καμμένα σκεπάσματα. Εκείνη χόρευε γυμνή ανάμεσα στα πούπουλα που ξανάρχιζαν το πτητικό έργο σε κάθε κίνησή της.Στάθηκε και τη χάζευε. Καμιά σχέση με τη σκηνή της γνωριμίας τους. Τότε, η Μάρα κατέβαινε αγέρωχη τα σκαλιά των Δικαστηρίων, πάνω στις γόβες και μέσα στα σφιχτά κομψά ρούχα της. Εκείνος σήκωσε για λίγο το κεφάλι να πάρει ανάσα. Ωρα τώρα δούλευε το κομπρεσέρ του στο πεζοδρόμιο. Παραδόξως οι ματιές τους διασταυρώθηκαν τη στιγμή που το σώμα της Μάρας, διέγραψε ένα άτσαλο ημικύκλιο στον αέρα πριν κουτρουβαλήσει τα σκαλιά και σκάσει δίπλα στο λασπωμένο χαντάκι. Ο Νώντας πήδηξε με τη χάρη του γάτου και πριν αυτή προσγειωθεί πλήρως τη σήκωσε στα χέρια του. Κάτι άκουσε για ανατροπή, κάτι για τον Αρειο Πάγο πριν η Μάρα σκάσει στα γέλια. Ταράχτηκε-φαντάστηκε αυτός.
Εχεις δικαστήριο κυρά μου?
Εκείνη γέλασε πιο δυνατά, μέσα στα χέρια του, δεν τούπε να την αφήσει.
Γύρω μαζευτηκαν γνωστοί της δικηγόροι με γραβάτες, κανένας δεν έκανε κίνηση να αποσπάσει αυτό το λασπωμένο πλάσμα από την αγκαλιά του Νώντα. Μόνο τους κοίταζαν αυτή να ξεκαρδίζεται και αυτόν να την κοιτάζει απορημένα. Υστερα κάποιος είπε να της βρούν ταξί, ο Νώντας ρώτησε -πονάς κούκλα μου?-, με ένα νεύμα της τη φόρτωσε στη μηχανή και γκάζωσε. Ενώ αυτή ακόμα γελούσε κατάφερε να της αποσπάσει τη διεύθυνσή της.Η Μάρα χορεύει γυμνή. Ωριμο σώμα, γόνιμο, χωρίς ντροπές, το δυνατό της γέλιο τα περιλαμβάνει όλα. Ο Νώντας πετάει στο πάτωμα τα αποκαίδια και τη σηκώνει στα χέρια. ΚΟυράζεσαι πολύ μωρό μου. Και όλο αυτές οι δίκες στον Αρειο Πάγο. Γιατί στ' αλήθεια όλοι πηγαίνουν στον Αρειο Πάγο; Τι στο διάολο γίνεται εκεί μέσα που σε κάνει να θέλεις να σκοτωθείς?
Την κρατάει ακόμα στην αγκαλιά του, τα πόδια της κρέμονται, τα χέρια της είναι τυλιγμένα στο δυνατό λαιμό του.
Γιατί στ' αλήθεια πρέπει να πάνε στον Αρειο Πάγο; Δεν είναι πια παιχνιδιάρα. Τον κοιτάζει στα μάτια και μιλάει σιγανά, προσεκτικά. Το παίδι με ανατροφή, κάθεται πάντα ησυχο ανάμεσα στους μεγάλους, σε όλες τις κοινωνικές συγκεντρώσεις. Ακούει τις συζητήσεις, δεν ρωτάει, δε σχολιάζει. Απαντά ευγενικά ευχαριστώ, παρακαλώ. Δεν αναφέρει ποτέ τίποτα σχετικό στο σπίτι. Οι συζητήσεις των μεγάλων είναι συζητήσεις των μεγάλων. Που να σου εξηγώ. Ο Αρειος Παγος τέλος πάντων για το καλό και ευγενικό παιδί που δεν ρωτά για τις υποθέσεις των μεγάλων, είναι ο κύριος στον οποίο λογοδοτούμε όλοι για τα λάθη, τις ζημιές και τις παραλείψεις μας. Αλλοίμονο είναι ο ανώτατος κριτής. Μετά από αυτόν δεν υπάρχει σωτηρία.
Μιλάει στο Νώντα όπως άλλοι θα μιλούσαν στο μικρό ευγενικό παιδί που δεν επιτρέπεται να ρωτήσει.Εκείνος την ακουμπά απαλά στην πολυθρόνα της και σχεδόν με συντριβή προσπαθεί να βάλει τάξη στο χώρο. Το πιάνει ότι δεν το πιάνει πάντα. Η Μάρα είναι ευγενική. Προσπαθεί να του εξηγήσει, απλά. Αυτή ξέρει πράγματα που αυτός δεν θα μάθει ποτέ.
Το βομβάρδισες το σπίτι κυρά, μου. Το γυαλοκάρφωσες, είπε.
Το γυαλοκάρφωσες. Δεν θα μου τόλεγαν ποτέ για το πιατάκι του γλυκού που έσπασε στα πλακάκια. Για την ακρίβεια ειδικά τότε, δεν θα μπορούσε κανείς να πει τίποτα. Είχε μιλήσει για ώρα μόνο το ραδιόφωνο. Κάποιοι με δύσκολα ονόματα χώριζαν τα πιόνια τους για το παιχνίδι. Κάποιοι μάλωσαν στη μοιρασιά. Μάλλον μάλωσαν πολύ άσχημα και κάποιοι σκοτώθηκαν. Κάποιοι έχτισαν ένα μεγάλο κάστρο και έκλεισαν τους υπόλοιπους απέξω. Το καλό κορίτσι έκανε ζημιά και έμεινε να ακούει χωρίς να μιλά. Κάποιος με άσπρα μαλλιά που μάλλον ήταν ο Αρειος Πάγος άνοιξε τελικά το στόμα του για να δώσει την κρίση: Σήκωσε το άσπρο κεφάλι με σημασία και αναφώνησε:
Και έτσι τελικά ανατράπηκε η εικόνα του κόσμου.

Κόκκινα φτερά

Διακόπτω την ανάγνωση του σεναρίου για να απαντήσω στο τηλέφωνο. O δημοσιογράφος έχει ακούσει ότι ετοιμάζομαι να σκηνοθετήσω. Θέλει να έχει την πρωτιά στην είδηση. Ισως και μία μίνι συνέντευξη. Θα τα πούμε λέω. Θα σου πω, όταν θα έρθει η ώρα.
Είναι όλα με το μέρος της. Ο παραγωγός πρόθυμος να κάνει πράξη τις πιο τρελές της επιθυμίες. Το κοινό πεθαίνει να δει τα όριά της. Οι κριτικοί χαϊδεύονται στα μικρά φτερά που κρέμονται πάντα από τα ρούχα και τα κοστούμια της. Τα κοστούμια της, επεκτάσεις των ρούχων της ή αντίστροφα, με τα μικρά φτερά – σφραγίδα της εικόνας της. Ενα ανεπαίσθητο διακριτικό που εφηύρε για τον εαυτό της και έπεισε ότι της είναι αναπόσπαστο.
Θα μιλήσω όταν έρθει η ώρα. Στη δουλειά μου η ώρα είναι τώρα, συνέχεια. Συνεχώς η ώρα μου ακροβασία 30 χρόνια σανίδι, πλατό, ρόλος, εικόνα, λέξεις. 30 χρόνια μεταφράζω, μεταπλάθω, υλοποιώ πολλαπλές επινοήσεις, πρώτα ο συγγραφέας, μετά ο σκηνοθέτης, ύστερα η σκηνή, το κοινό, στο τέλος κάπου εγώ, συνονθύλευμα λόγου και κίνησης, υποθέτω, καλά τα πήγα, υποθέτω ότι ήμουν εκεί, η μικρή γυναίκα που μεγαλώνει μέσα από τις άλλες γυναίκες, τρομαχτικά φαντάσματα και ελκυστικές οπτασίες τρίτων.
Μην το σκέφτεσαι άλλο. Ο άτιμος παραγωγός σου παίζει παιχνίδι. Νομίζει πως θα σε αποσύρει ήρεμα από την κυκλοφορία, θα σε βάλει γλυκά στα μετόπισθεν καθώς περισπούδαστη θα λουφάζεις πίσω από την κάμερα. Με τις ώριμες οδηγίες σου μια μυξιάρα ξανθιά θα δει τον έρωτά της να κατεβαίνει το πλατύσκαλο, η κάμερα θα την ακολουθεί καθώς τρέχει πάνω στα ψηλοτάκουνά της να τον αγκαλιάσει.
Ανασκευάζω νοητά τις οδηγίες στο δακτυλογραφημένο χαρτί που μοιάζει να έχει σκεπαστεί ζεστά από μικρά πούπουλα. Ανασκευάζω τις γραμμές που γεμάτος εγωισμό έχει πληκτρολογήσει ο νεαρός σεναριογράφος. Κουνώ το κεφάλι χαμογελώντας. Είναι ρηχός.
Στοιχηματίζει για την αλήθεια του, δεν ασχολείται με όλες εκείνες τις πλευρές αυτής της αλήθειας που εσύ έχεις πάψει να αγνοείς. Πως και γιατί βρέθηκε να αποθέσει στα χέρια σου τις βεβαιότητές του, δεν φταίει, δεν ξέρει, ούτε και σύ ήξερες για χρόνια.
Η κάμερα με ακολουθεί. Πρέπει για άλλη μια φορά να τρέξω πάνω στα αναθεματισμένα ψηλοτάκουνα να αγκαλιάσω τον έρωτά μου που κατεβαίνει το πλατύσκαλο. Η να κατέβω τρέχοντας το πλατύσκαλο για να συναντήσω τον έρωτά μου. Το κοινό τρελλαίνεται πάντα στη σκηνή αυτή. Θα γλυστρίσω και θα τσακιστώ σκέφτομαι, πάντα.
Οι παραγωγοί ήταν πάντα με το μέρος της. Τα μακριά της πόδια άξιζαν εκατομμύρια. Κάθε βήμα της ακριβά ασφαλισμένο, ποτέ δεν χρειάστηκε να τρέξει. Εκατοντάδες όμορφα πόδια ήταν έτοιμα να σακατευτούν στο πλακόστρωτο και τα σκαλιά τρέχοντας ενώ αυτή απολάμβανε το κοκτέιλ της στην άνετη πολυθρόνα. Η σκηνή του ασφαλούς αγκαλιάσματος ήταν ο ρόλος της. Το φόρτε της.
Τρέμω από λαχτάρα, τρέχω, αγκαλιάζομαι, και μένω λαμπερή και ατσαλάκωτη, 30 χρόνια, αψεγάδιαστη, ούτε μια στάλα ιδρώτας, μια υποψία ανυπομονησίας, ένας υπαινιγμός πόνου από τα παγιδευμένα στα ψηλοτάκουνα πόδια.
Η σκηνή, άνοστη πια ή από πάντα χτίζεται και ξαναχτίζεται μπροστά στα μάτια σου. Μια μυξιάρα ξανθιά, χρόνια πριν, αγκαλιάζεται με πάθος χωρίς σημάδια διάβασης του πάθους πάνω της. Η μυξιάρα ξανθιά, σε λίγες ώρες θα κάνει την ίδια διαδρομή τρέχοντας, θα φοβάται μη γλυστρίσει, εσύ θα έχεις δώσει όλες τις οδηγίες, πολύ ψηλά τακούνια, αληθινό πλακόστρωτο, έξω, σε κεντρική πλατεία, θέλεις ρεαλισμό, όχι στούντιο, ασφάλεια, ντουμπλαρίσματα.
Ο παραγωγός θα είναι εκεί. Κόσμος θα χάσκει από απόσταση. Θα τη δει να φοράει τα μεγάλα μαύρα γυαλιά, σπορ ρούχα, ίσως ένα μικρό καπέλο, ίσια αθλητικά παπούτσια και μια εσάρπα με μικρά κόκκινα φτερά θα τυλίγεται στο λαιμό της Θα μιλάει δυνατά δίνοντας οδηγίες. Το συνεργείο θα τρέχει και ο καταδικός της οπερατέρ θα κάνει την κάμερα ένα με το βλέμμα της.
Η σκηνή είναι στημένη. Πίσω μακιγιάρουν τη νεαρή πρωταγωνίστρια. Εχω φορέσει τις πανύψηλες λουστρινένιες γόβες. Πετάω το καπέλο φωνάζοντας «κάμερα πάμε». Ο ξαφνιασμένος οπερατέρ σαν αυτόματο, κλείνει το πλάνο πάνω στα πόδια που διασχίζουν την πλατεία τρέχοντας προς τα σκαλιά. Η κάμερα ανοίγει, ανοίγει. Ανεβαίνω τα σκαλιά. Κανείς δεν περιμένει. Τα σκαλιά τελειώνουν. Κόβω την κορδέλα ασφαλείας, χαιρετώ τον αιφνιδιασμένο φύλακα. Χάνομαι. Η κάμερα σταματά.Υστερα στο μοντάζ βρήκα καμμιά τριακοσαριά άχρηστα καρέ. Κόκκινα φτερά να πετούν στον αέρα.

3/11/08

YEAH! rehearsing Sound Jungle Flow

drenoyiannis pantazi giannoutsosdrenoyiannis ΧΡΥΣΑ ΠΑΝΤΑΖΗ giannoutsosSo when you decide it's time to move
and lots of thoughts are waiting to prove
moving in time and space
you just let the jungle sound flow

What you get is what you give
depression is what you don't need
through the long past path
you just let the jungle sound flow...

YEAH! "Festival" (1992) Στίχοι: Βασίλης Τζαβάρας, Μουσική: Γιάννης Ντρενογιάννης

2/11/08

Κανονικότητα

Θα στρώσουμε τραπέζι
στη μία
Κι όλα θα γίνουν όπως πρέπει
Τα καπέλα κρεμασμένα
Η αποκλειστική καρέκλα
Το κυριακάτικο ψητό
Τα φρούτα

Κι ύστερα κάποιος θα
καβαλήσει μια μηχανή
για να παίξει την ψυχή του

Χειρουργείο ΙΙ

Θα σου μιλώ ψιθυριστά
όπως τις νύχτες με τα άφιλτρα
και τη θέα στο φωταγωγό

Θα σου φωνάζω
σαν νίκη
από το αντικρυνό μπαλκόνι

Θα σου τραγουδώ
σαν ξαπλωμένη πάνω
στο καμμένο από τους πόθους μας
χορτάρι