19/3/08

Σφαίρα

Χωρίς αιδώ ξαποστέλνει μια σφαίρα εκεί που κάποτε βρισκόταν η καρδιά μου, την νιώθω να με διαπερνά ζεστή, να εξοστρακίζεται σ’ένα σπόνδυλο και να κατεβαίνει στο υπογάστριο, αργά σε πτώση. Παραξενεύομαι. Τι αλλόκοτη πορεία... Κατακάθεται εκεί και σκεπάζει, λιώνοντας, τα πάντα με μολύβι.
Κάθε πρωί που σηκώνομαι νιώθω το βάρος να μου κολλά τα πόδια στη γή. Κάθε πρωί τα πόδια μου γίνονται πιο κοντά, αυτό το μολυβένιο εσωτερικό εκμαγείο κατεβαίνει σταθερά προς το πάτωμα. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη, το κορμί μου μακραίνει οι αποστάσεις μεγαλώνουν, το μυαλό μου δεν το χωρά πως έχει χάσει τον έλεγχο σ’ αυτή τη ζώνη.
Συγκεντρώνομαι να στείλω πιο ισχυρά μηνύματα. Αγωνίζομαι ν’ απαλλαγώ. Τίποτα. Μολύβι, παγωμένο μολύβι, καμμιά φορά το αγγίζω εξεταστικά με την άκρη των δακτύλων.
Τα βράδυα κοιμάμαι λίγο. Ξυπνάω τα χαράματα με μια βαθιά εισπνοή, εικόνες διασχίζουν τον αέρα μπροστά μου, αεικίνητα είδωλα αισθήσεων, που με συνθλίβουν.
Εύχομαι να κάνω λάθος. Κλείνω τα μάτια και το όνειρο ζωντανεύει, θεριεύει χειρότερα.
Χαμογελώ.
Εχω αφεθεί απόλυτα στη συγκεκριμένη του φόρμα. Ηχοι διαπερνούν τους κρύους τοίχους αλλοπρόσαλλοι, μαγευτικοί, ανήκουστοι, χορεύουν μπρος μου, παρακινώντας με να αισθανθώ.
Αφουγκράζομαι. Η ζέστη ξεκινά πρώτα από τα δάχτυλα των χεριών. Αντιστρέφει το καθεστώς της απώλειας και ρουφάει αχόρταγα αυτή την αθέατη προσφορά, που προσπαθεί να με κατακλύσει. Μάταια.
Στο παράλογο θέατρο των συναντήσεων, ο φωτισμένος δρόμος, που ποτέ δεν στάθηκα, έδωσε την ψυχή μου στην έγνοια μου και με κράτησε ζεστά στο υγρό περιβάλλον του, ως την ώρα της αιχμής.
Γλύστρησα σε μιαν ανεξήγητη ηδονή, μπροστά στα έκπληκτα αρνητικά πρόσωπα, γύρισα όλη μου τη δύναμη προς τα μέσα, αθέλητα, να περισώσω τη μεταλλική μου προστασία.
Χαμογελώ ακόμα στο γνωστό μου μοτίβο, ενώ το ασύνειδο μούδιασμα βολτάρει στις φλέβες μου, φλογίζει τον πυρετό μου και με γεμίζει τρόμο.
Χαράματα και με το πρώτο συννεφιασμένο φως, κρατώ στο χέρι μου σφιχτά την ξαναγεννημένη σφαίρα, τη φιλώ και την αποθέτω μαλακά στην εταζέρα του μπάνιου. Εύχομαι να ακούσει την καλημέρα και να την πετάξει μακριά
Στο σοκάκι μετά, χίλια χρωματιστά μπαλόνια, τραβούν το σώμα μου κατά πάνω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: