9/11/08

Ροζ φτερά

Και κείνη εμφανίστηκε στο χείλος της πόρτας, μέσα σε ένα σύννεφο καπνού με τα ροζ φτερά να πετούν γύρω της. Ο δυνατός κρότος είχε ήδη κάνει το Νώντα να πεταχτεί. Tώρα στέκονταν οι δύο πρόσωπο με πρόσωπο, σχεδόν κολλητά. Οι μεγάλες της βλεφαρίδες είχαν γίνει τριανταφυλλιές. Tα χείλη της ξεφυσούσαν πούπουλα.
Το γέλιο της δυνατό και ζωντανό γέμιζε το χώρο και έκανε το σώμα της να συσπάται. Τα πάντα γύρω σκεπαζόταν αργά από το ρόζ πέπλο. Kαθώς ο καπνός καταλάγιαζε εκείνος είχε αρχίσει να σκέφτεται τι μπορεί να συνέβη πάλι.
Και έτσι ανατράπησε η εικόνα του κόσμου, την άκουσε να φωνάζει μέσα στο γέλιο της.
Αυτός διέσχισε το δωμάτιο και άνοιξε το παράθυρο. Ο δροσερός αέρας ξεσήκωσε πάλι το καθισμένο σύννεφο των φτερών και το στροβίλισε.
Εκείνη πέταξε την πετσέτα που ήταν δεμένη γύρω από το σώμα της και πήρε το πονηρό ένοχο ύφος.
Τώρα θα πάνε όλοι στον Αρειο Πάγο, είπε. Τίναξε τα βρεγμένα μαλλιά της και έστειλε βαριά βρεγμένα πούπουλα σε κάθε γωνιά.
Ο Νώντας 'εριξε μια ματιά στο δωμάτιο. Το μονίμως ξέστρωτο κρεβάτι έμοιαζε πεδίο μάχης. Η μαύρη τρύπα στο κέντρο φαινόταν να έχει καταπιεί κάτι. Κάτι που τώρα είχε χάσει το σχήμα του, μέσω τήξης και αεριοποίησης. Ο Νώντας δεν τις ήξερε αυτές τις λέξεις. Θα έλεγε στάχτη και μπούρμπερη.
Η μυρωδιά του είναι γνωστή. Ο αέρας της Μάρας είναι ένας αέρας μικρών καταστροφών, αυτή η γυναίκα έχει ένα ταλέντο στις μικρές αλλά θεαματικές ζημιές. Δε θα την έλεγες αδέξια. Σαν υπακούοντας σε μια ανακλαστική εσωτερική παρόρμηση μπορεί να τινάξει στον αέρα κάθε σκηνικό κανονικότητας, σοβαρότητας - σοβαροφάνειας λέει η ίδια με μια φυσικότητα που προκαλεί.
Ο Νώντας της έσκασε ένα φιλί και μετά πήγε αργά να σηκώσει τα καμμένα σκεπάσματα. Εκείνη χόρευε γυμνή ανάμεσα στα πούπουλα που ξανάρχιζαν το πτητικό έργο σε κάθε κίνησή της.Στάθηκε και τη χάζευε. Καμιά σχέση με τη σκηνή της γνωριμίας τους. Τότε, η Μάρα κατέβαινε αγέρωχη τα σκαλιά των Δικαστηρίων, πάνω στις γόβες και μέσα στα σφιχτά κομψά ρούχα της. Εκείνος σήκωσε για λίγο το κεφάλι να πάρει ανάσα. Ωρα τώρα δούλευε το κομπρεσέρ του στο πεζοδρόμιο. Παραδόξως οι ματιές τους διασταυρώθηκαν τη στιγμή που το σώμα της Μάρας, διέγραψε ένα άτσαλο ημικύκλιο στον αέρα πριν κουτρουβαλήσει τα σκαλιά και σκάσει δίπλα στο λασπωμένο χαντάκι. Ο Νώντας πήδηξε με τη χάρη του γάτου και πριν αυτή προσγειωθεί πλήρως τη σήκωσε στα χέρια του. Κάτι άκουσε για ανατροπή, κάτι για τον Αρειο Πάγο πριν η Μάρα σκάσει στα γέλια. Ταράχτηκε-φαντάστηκε αυτός.
Εχεις δικαστήριο κυρά μου?
Εκείνη γέλασε πιο δυνατά, μέσα στα χέρια του, δεν τούπε να την αφήσει.
Γύρω μαζευτηκαν γνωστοί της δικηγόροι με γραβάτες, κανένας δεν έκανε κίνηση να αποσπάσει αυτό το λασπωμένο πλάσμα από την αγκαλιά του Νώντα. Μόνο τους κοίταζαν αυτή να ξεκαρδίζεται και αυτόν να την κοιτάζει απορημένα. Υστερα κάποιος είπε να της βρούν ταξί, ο Νώντας ρώτησε -πονάς κούκλα μου?-, με ένα νεύμα της τη φόρτωσε στη μηχανή και γκάζωσε. Ενώ αυτή ακόμα γελούσε κατάφερε να της αποσπάσει τη διεύθυνσή της.Η Μάρα χορεύει γυμνή. Ωριμο σώμα, γόνιμο, χωρίς ντροπές, το δυνατό της γέλιο τα περιλαμβάνει όλα. Ο Νώντας πετάει στο πάτωμα τα αποκαίδια και τη σηκώνει στα χέρια. ΚΟυράζεσαι πολύ μωρό μου. Και όλο αυτές οι δίκες στον Αρειο Πάγο. Γιατί στ' αλήθεια όλοι πηγαίνουν στον Αρειο Πάγο; Τι στο διάολο γίνεται εκεί μέσα που σε κάνει να θέλεις να σκοτωθείς?
Την κρατάει ακόμα στην αγκαλιά του, τα πόδια της κρέμονται, τα χέρια της είναι τυλιγμένα στο δυνατό λαιμό του.
Γιατί στ' αλήθεια πρέπει να πάνε στον Αρειο Πάγο; Δεν είναι πια παιχνιδιάρα. Τον κοιτάζει στα μάτια και μιλάει σιγανά, προσεκτικά. Το παίδι με ανατροφή, κάθεται πάντα ησυχο ανάμεσα στους μεγάλους, σε όλες τις κοινωνικές συγκεντρώσεις. Ακούει τις συζητήσεις, δεν ρωτάει, δε σχολιάζει. Απαντά ευγενικά ευχαριστώ, παρακαλώ. Δεν αναφέρει ποτέ τίποτα σχετικό στο σπίτι. Οι συζητήσεις των μεγάλων είναι συζητήσεις των μεγάλων. Που να σου εξηγώ. Ο Αρειος Παγος τέλος πάντων για το καλό και ευγενικό παιδί που δεν ρωτά για τις υποθέσεις των μεγάλων, είναι ο κύριος στον οποίο λογοδοτούμε όλοι για τα λάθη, τις ζημιές και τις παραλείψεις μας. Αλλοίμονο είναι ο ανώτατος κριτής. Μετά από αυτόν δεν υπάρχει σωτηρία.
Μιλάει στο Νώντα όπως άλλοι θα μιλούσαν στο μικρό ευγενικό παιδί που δεν επιτρέπεται να ρωτήσει.Εκείνος την ακουμπά απαλά στην πολυθρόνα της και σχεδόν με συντριβή προσπαθεί να βάλει τάξη στο χώρο. Το πιάνει ότι δεν το πιάνει πάντα. Η Μάρα είναι ευγενική. Προσπαθεί να του εξηγήσει, απλά. Αυτή ξέρει πράγματα που αυτός δεν θα μάθει ποτέ.
Το βομβάρδισες το σπίτι κυρά, μου. Το γυαλοκάρφωσες, είπε.
Το γυαλοκάρφωσες. Δεν θα μου τόλεγαν ποτέ για το πιατάκι του γλυκού που έσπασε στα πλακάκια. Για την ακρίβεια ειδικά τότε, δεν θα μπορούσε κανείς να πει τίποτα. Είχε μιλήσει για ώρα μόνο το ραδιόφωνο. Κάποιοι με δύσκολα ονόματα χώριζαν τα πιόνια τους για το παιχνίδι. Κάποιοι μάλωσαν στη μοιρασιά. Μάλλον μάλωσαν πολύ άσχημα και κάποιοι σκοτώθηκαν. Κάποιοι έχτισαν ένα μεγάλο κάστρο και έκλεισαν τους υπόλοιπους απέξω. Το καλό κορίτσι έκανε ζημιά και έμεινε να ακούει χωρίς να μιλά. Κάποιος με άσπρα μαλλιά που μάλλον ήταν ο Αρειος Πάγος άνοιξε τελικά το στόμα του για να δώσει την κρίση: Σήκωσε το άσπρο κεφάλι με σημασία και αναφώνησε:
Και έτσι τελικά ανατράπηκε η εικόνα του κόσμου.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι. αυτοι που ανεβαίνουν στα πατάρια, και αυτοι που διαλέγουν με ευλάβεια τις πατάτες, νευροκοπιου ομως!!
Οχι τις γαλλικές , τις κιούσπες.
παρακαλω.

Χρύσα Πανταζή είπε...

Κιούσπες. Που το θυμήθηκες. Αγνωστη λέξη στην Αθήνα. Τώρα βέβαια, αν μπορείς να κάνεις κάποιον ευτυχή ανεβαίνοντας στα πατάρια ή διαλέγοντας πατάτες, γιατί όχι?

Ανώνυμος είπε...

Μπορούμε να αλλάξουμε το όνομα του Νώντα...? Και όχι δεν είμαι πληγωμένη. Ποτέ δε θα μπορούσα να πληγωθώ από έναν Νώντα!