20/11/08

Φόνοι στο όνομά μας

(Γι΄αυτό και το προηγούμενο post έκκληση που με ξαναφέρνει στο post της 2/6/08 για όσους θέλουν να βρουν τους στίχους).

Κανείς δεν μπόρεσε να τη διεκδικήσει. Δεν έμαθαν καν αν η θέση υπήρχε πραγματικά. Δεν έμαθαν αν ήταν τα λεφτά, μια γνωριμία, μια σφραγίδα στα χαρτιά ή τι τέλος πάντων αυτό που θα άνοιγε την πύλη. Μία θέση στο τελευταίο πλοίο. Ολη τη νύχτα η φήμη σύρθηκε στα βρώμικα σοκάκια του λιμανιού, σ’ όλες τις τρύπες που κρυβόταν οι κυνηγημένοι. Μια θέση. Στο τελευταίο πλοίο. Εφταναν ως εκεί σίγουροι ότι θάναι μόνοι. Μερικοί από αυτούς είχαν ήδη πληρώσει για να πάρουν την πολύτιμη πληροφορία. Αλλοι απλά τους ακολούθησαν. Ακολούθησαν την οσμή της ελπίδας, το γαλάζιο πόθο της απόδρασης, μια στιγμιαία λάμψη στα μάτια. Ειδαν παζάρια και αμίλητες υποσχέσεις. Και καθώς οι πρώτες σκιές γλυστρούσαν τοίχο τοίχο να φτάσουν στη θάλασσα, άλλες σκιές πατούσαν τα βήματά τους και άλλες και το σκοτεινό πλήθος, σιωπηλό πλησίαζε την πύλη. Ωσπου οι πρώτοι και οι τελευταίοι έγιναν ένα μπροστά στον ψηλό τσιμεντένιο μαντρότοιχο. Μπροστά τους προβολείς και συρματοπλέγματα, φυλάκια και μυδράλια. Μέσα σε μια σιωπή υγρή, πηχτή. Δεν είχαν έκπληξη ούτε και απογοήτευση. Δεν είχαν τίποτα μάλλον. Ούτε και λόγο να γυρίσουν πίσω.

Ο Κανίσκι – ο στρατηγός – είχε φθάσει τώρα στο λιμάνι και τριγυρνούσε μέσα από το συρματόπλεγμα σα λυσσασμένος σκύλος. Η καθαρή στολή, το ζεστό νερό που τον ξέπλυνε, δεν ξεθύμανε τη δίψα του για φωτιά, καπνό και αίμα. Ούτε και τα λεφτά που τον περίμεναν στη θυρίδα του. Ούτε και τα λάφυρα που στίβαζε σε κασόνια μέσα στο πνιγηρό τολ του λιμανιού.

Τον Κανίσκι τον είχαν φέρει εδώ για να δώσει τη λύση. Για να κάνει αυτά που όλοι οι άλλοι, πολιτικοί, επιχειρηματίες, διεθνείς οργανισμοί δεν ήθελαν να κάνουν. Ο Κανίσκι, ο στρατηγός, ήταν το εργαλείο και ο εγκέφαλος. Ενας τέλειος μηχανισμός τρόμου και καταστροφής, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Εγώ, ο Μάρκι Σπόζιτο, το ξέρω καλά αυτό. Μου το λέει κάθε στιγμή το κομμένο από τον αγκώνα χέρι, τυλιγμένο μέσα στους επιδέσμους.

Ο Μάρκι Σπόζιτο παραμονεύει το πέρασμα. Ο στρατηγός και τα κομάντο του έχουν ήδη περάσει από τους καταυλισμούς. Η εντολή είναι να μη μείνει τίποτα όρθιο. Ομως ο στρατηγός λέει ότι κάποιοι θα γλυτώσουν. Τη νύχτα θα βρεθούν στο πέρασμα, εκεί θα είναι ο Μάρκι και οι δικοί του. Κανείς δεν πρέπει να φθάσει στο λιμάνι. Αυτή είναι η αποστολή του Κανίσκι. Να κόψει το δρόμο προς το λιμάνι. Το λιμάνι δεν χωράει τους κυνηγημένους και δεν υπάρχει τόπος, χώρα, γι αυτούς να τους περιμαζέψει. Μετά θα αδειάσει και το λιμάνι.

Ο Μάρκι δίνει το σήμα μόλις εμφανίζονται οι πρώτες σκιές. Οι πράσινες φιγούρες είναι καθαρός στόχος για τους άντρες του. Μέσα από τους φακούς νυχτερινής όρασης το ανθρώπινο τρομαγμένο κοπάδι δεν έχει καμμιά ελπίδα. Οι κυνηγοί μπορούν να μείνουν αθέατοι όπως αθέατο είναι και το κατακόκκινο αίμα. Μια πράσινη κηλίδα, πολλές πράσινες κηλίδες. Τινάζονται στο αέρα και ύστερα πέφτουν στο χώμα ακολουθώντας τα περιγράμματα των σωμάτων.

Ο Μάρκι σηκώνει την κάννη και δίνει το σύνθημα της παύσης πυρός. Ηδη πιο πίσω έχει φθάσει ο στρατηγός όρθιος πάνω στο τζιπ. Ο Μάρκι περπατάει αργά προς το μέρος του. Εχει περάσει το όπλο στον ώμο και το χέρι του, κρεμασμένο χοροπηδάει ακόμα στο ρυθμό του σφυροκοπήματος. Δεν πρόλαβε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τον άρπαξε από αυτό το χέρι. Μια μικρόσωμη πράσινη φιγούρα, δυο σκοτεινά μάτια, ύστερα η ριπή, το χέρι του, η πράσινη κηλίδα, το πράσινο παιδί. Οχι επιζώντες είχε πει ο στρατηγός. Οχι έλεος.

Εκανα τη δουλειά στα βουνά, και με το παραπάνω.
Ο Κανίσκι μιλάει στους στρατηγούς, τους κανονικούς με τα κανονικά γαλόνια και τις στολές. Τα λόγια του σκάνε σαν τις σφαίρες του. Κοφτά και απανωτά, τονισμένα ανάμεσα σε δόντια που τρίζουν και σταγόνες σάλιου που του πετάγονται από το στόμα. Εσείς και τα συνεταιράκια σας το είχατε αφήσει να παραγίνει το κακό. Τώρα μου ζητάτε να ψάχνω σε κάθε ποντικοφωλιά του λιμανιού να ξετρυπώσω ένα ένα αυτά τα κουρέλια.

Στα βουνά το κυνήγι είναι εύκολο. Το κοπάδι σκορπάει και τα όπλα μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους. Αυτό, το καθημερινό, είναι ακριβό ψιλικατζίδικο.

Οταν στις πεδιάδες πίσω από τα βουνά, άρχισαν να καταφθάνουν τα μηχανήματα εξόρυξης κανείς δεν είχε ανησυχήσει. Μετά οι αγρότες άρχισαν τις φασαρίες και οι στρατηγοί με το αζημίωτο έκαναν τα στραβά μάτια για τις σφαγές. Αργότερα, όταν όλος ο κόσμος τους εγκατέλειψε, οι τρομαγμένοι άνθρωποι της πεδιάδας άρχισαν να περνούν τα βουνά για να φθάσουν στο λιμάνι κι από κει στη θάλασσα. Να φύγουν.

Οι εταιρίες εξόρυξης διευκόλυναν το μπαρκάρισμα. Οσο πιο γρήγορα άδειαζαν οι πεδιάδες τόσο το καλύτερο. Τα έβρισκαν με τους στρατηγούς. Κάτι σαπιοκάραβα φόρτωναν τους ταραξίες και τους παράταγαν όπως όπως στις απέναντι παραλίες. Υστερα οι απέναντι βάλανε βέτο. Θέλαν κι αυτοί μερίδιο στην πίτα και η δουλειά χάλασε. Μπήκαν τα μεγάλα μέσα, κάτι διπλωμάτες κάτι μεσάζοντες... Μέχρι εδώ, είπαν. Δεν περνάει κανένας. Λύστε το θέμα μόνοι σας και χωρίς πολύ φασαρία.
Οι στρατηγοί απείλησαν με φυλακίσεις όσους εύρισκαν στα βουνά. Στην πεδιάδα πίσω τα χωράφια γέμιζαν μαύρο τρόμο. Στο λιμάνι λιγόστευαν τα παράνομα σαπιοκάραβα. Οι άδειες εξόδου.
Κι ένα πλήθος κυνηγημένων, με τα μάτια άδεια περιδιάβαινε τα βουνά και συνωθούνταν γύρω από τις πύλες τις πόλης. Να φθάσει στη θάλασσα. Στη μοναδική διέξοδο απόδρασης. Χωρίς σχέδιο. Ισως και χωρίς ελπίδα. Μόνο με το ένστικτο του ζώου που είναι πιασμένο στη φάκα.

Πότε προσγειώθηκαν τα σκούρα μεταγωγικά, πότε κατέβασαν τζιπ, όπλα και βαρεμένους από τους σκοτωμούς άντρες, τα κοπάδια των κυνηγημένων το κατάλαβαν όταν άρχισε ο αφανισμός. Ο Κανίσκι δεν πετούσε το χρόνο του. Eφθανε στο λιμάνι μόνο για ανεφοδιασμό και μεθύσια. Υστερα γυρνούσε στα βουνά, μύριζε ίχνη, και άφηνε τα κομμάντο του να αδειάζουν τους γεμιστήρες στους νεκροζώντανους στόχους.
Κάποιοι κατάφερναν να μπούν στην πόλη. Να χαθούν στα στενοσόκακα και τις αγορές. Κρυβόταν σαν τα ζώα σε τρύπες και πουλούσαν ό,τι είχαν για να περάσουν απέναντι στη χερσόνησο. Καμμιά φορά οι άντρες του Κανίσκι πετύχαιναν κανένα τέτοιο ξέμπαρκο που ξεμύτιζε μαγεμένος από τη μυρωδιά της θάλασσας και από τον πόθο του φευγιού. Τον καθάριζαν εκεί στα μπλόκια της παραλίας. Εριχναν το κορμί του στο νερό να το πάρει, να το πάει από την άλλη μεριά. Θύμιζαν στους απέναντι πως τα λεφτά τους έπιαναν τόπο. Κάποιοι έκαναν τη βρώμικη δουλειά που εκείνοι σιχαίνονταν.

Ο Μάρκι Σπόζιτο, είχε δώσει πολλές μάχες. Δίκαιες άδικες δε σκοτιζότανε, όσο έπεφτε το παραδάκι. Είχε καλούς συντρόφους, της πάστας του, τον κάλυπταν και τους κάλυπτε. Ούτε τώρα τον άφησαν έτσι. Και ο στρατηγός όταν τού’κοψε με μια ριπή το χέρι, του το ξεκαθάρισε. Λεφτά για να περάσει μια ζωή ζάχαρη θα τού’δινε μόλις άφηναν αυτό το βρωμότοπο.

Απόψε του’πε θα καθαρίσουμε. Απόψε θα τους βάλουμε όλους στο χέρι Σπόζιτο. Εχω το σχέδιο έτοιμο. Εδώ μπροστά θα τελειώνουμε και ύστερα θα έρθουν τα μεταγωγικά και φύγαμε.
Αργά τη νύχτα οι δικοί του λάκισαν. Ο Μάρκι βγήκε στην προβλήτα και τους είδε. Αλλοι έπιασαν ψηλά στα φυλάκια τα μυδράλια. Αλλοι χάθηκαν αθόρυβα έξω από την πύλη.
Μύρισε τον αέρα σαν αγρίμι, σκέφτηκε το ταξίδι, σήκωσε το κομμένο χέρι και χαιρέτησε τη θάλασσα. Υστερα άναψε τσιγάρο. Οι μάχες γι’ αυτόν είχαν τελειώσει.
Οταν έπιασε το σύρσιμο έξω από το μαντρότοιχο, δεν πολυκατάλαβε. Οταν άρχισαν οι ψίθυροι και μετά οι φωνές, το ποδοβολητό, το κροτάλισμα των αυτόματων, είδε το σχέδιο του στρατηγού. Σα ποντίκια οι κυνηγημένοι είχαν μυρίσει το τυρί και τώρα οι σφαίρες τραγουδούσαν γι’ αυτούς έναν μεταλλικό, άχρονο επικήδειο. Ο Μάρκι σκίρτησε. Η τελευταία μάχη του γινόταν χωρίς αυτόν. Ανέβηκε αργά τα σκαλιά του φυλάκιου. Δεν γύρισε να δει ποιος καθόταν πίσω απ’ το μυδράλιο. Στάθηκε σα σε μπαλκόνι. Τράβηξε αργά το όπλο από τη ζώνη του και σημάδεψε. Το σώμα του στεκόταν όρθιο πάνω από όλο αυτό το θάνατο. Πυροβόλησε. Λύγισε, γονάτισε και κύλησε προς τα κάτω, αργά, σαν να αναπαυόταν πια, μέσα σε μια θάλασσα καπνού, αναφιλητών και γαλάζιων πόθων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: