16/5/08

Ασκήσεις δημιουργικής γραφής ΙΙ- Μύγες

Photo: http://www.micreon.de/
Στον ήλιο του μεσημεριού το πλακόστρωτο έβραζε. Η σκιά της ψάθας στο καφενείο του μπαρμπα Λεωνίδα, δεν έκανε τη ζέστη πιο ανεκτή. Αντίθετα. Μια βαριά υγρασία μας έπνιγε και το αλάτι που δεν στέγνωνε ακριβώς πάνω στα σώματά μας αύξανε τη δυσφορία με μπόλικη φαγούρα.
Ετσι κι αλλιώς όμως, άλλο καταφύγιο δεν υπήρχε σε κείνο τον γυμνό τόπο, που λατρεύαμε για τις αποδράσεις μας.
Χρόνια τώρα το είχαμε σαν σπίτι μας τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια. Οταν μαζευόμασταν από τη θάλασσα, για να μην καούμε.
Ο Μπαρμπα Λεωνίδας, γελαστός άνθρωπος, θυμόσοφος, μπάρμπας θαρρείς από πάντα, με τα μεζεδάκια, τα ουζάκια, τις σπιτικές λεμονάδες και τις ατέλειωτες ιστορίες του, ήταν το επίκεντρο.
Στην κουζίνα η γυναίκα του – χάθηκε πριν δυο χρόνια – μαγείρευε, έπλενε, συγύριζε με ένα τραγούδι πάντα στα χείλη.
Κι όταν ο άντρας της ξεχνιόταν έξω, πάνω από κανένα ποτηράκι, έβγαινε στην πόρτα σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά και φώναζε:
- Αντε μάτια μου. Μάτια μου λιγώθηκαν οι άνθρωποι. Δος τους να φάνε και να πιούνε, καρδιά μου.
Τού’χε μεγάλη αγάπη η Μαρίκα και αυτός άλλωστε, γι’ αυτό παράτησε τη θάλασσα πρωτόμπαρκος, γιατί αυτή πλάνταζε από το καημό της, φοβόταν ότι θα τον χάσει. Και ας είχε μεγαλώσει με το όνειρο να φύγει μια μέρα, να δει τον κόσμο, να ζήσει – λέει – ελεύθερος, αυτός και τα κύματα και όλο καινούργιες θάλασσες, καινούργιοι άνθρωποι, καινούργια σχέδια να βγάλει λεφτά και ύστερα να πάρει τη Μαρίκα στην πόλη, να ζήσουνε σαν άνθρωποι.
Γύρισε και έφτιαξε μαζί της το καφενείο, δίπλα στη θάλασσα που λάτρευε. Μάζευε τους περαστικούς, τους φίλευε, άκουγε τις ιστορίες τους ξανά και ξανά και μετά έπλεκε τις δικές του, καινούργιες, με μπόλικη φαντασία, πόσες ιστορίες να βγάλει πια εκείνο το νησάκι στην άκρη του κόσμου.
Γι αυτό και μας, μας συμπαθούσε. Γιατί τώρα πια οι ντόπιοι είχαν λιγοστέψει και μεις του είμασταν τα μάτια του στο μεγάλο κόσμο. Και όταν μας έβλεπε, έσκαγε εκείνο το χοντρό γέλιο και έλεγε:
- Καλώς του μορφωμένους. Που σας γεμίζουν στα σχολειά τα κεφάλια σκατά, αλλά από ζωή τίποτα. Για πέστε μου λοιπόν καλόπαιδα ποια είναι η μεγαλύτερη ευτυχία του ανθρώπου. Το μάθατε αυτό ε; Το μάθατε; Και γελούσε.
Ντροπαλός με τις γυναίκες ο μπαρμπα Λεωνίδας, ποτέ δεν είπε δυνατά την απάντηση. Μόνο στο αυτί του Μάκη, που ήταν το πειραχτήρι της παρέας, ψιθύρισε.
- Τράβα πες τους ότι είναι το χέσιμο. Ο δυσκοίλιος ο άνθρωπος είναι πάντα δυστυχισμένος.
Και γελούσε, γελούσε με την καρδιά του.
Kαι που έχασε τη Μαρίκα ο μπαρμπα Λεωνίδας, δεν άλλαξε.
- Εζησα καλά, έλεγε, κι όταν ερθει η ώρα μου θα πάω να τη βρω.
Μόνο που πιο συχνά θυμόταν τότε που ξεκίνησε να φύγει. Το μικρό του ταξίδι προς την ελευθερία, τα κλαμένα γράμματα της Μαρίκας και πόσο πάλεψε με τον εαυτό του για να πάρει την απόφαση. Και έλεγε αυτές τις ιστορίες και όλο και κάτι καινούργιο έβαζε μέσα, πότε μια καταιγίδα στον Ατλαντικό, πότε ένα γράμμα που δεν μπόρεσε να στείλει, πότε ένα δυσκοίλιο μάγειρα που όλο τους τάιζε λάχανο για να ανοίγει το έντερό τους.
Και έτσι μια μέρα ο Μάκης, το πειραχτήρι της παρέας, τόλμησε να ρωτήσει:
- Και δεν το μετάνιωσες ποτέ μπαρμπα Λεωνίδα, που έτσι για μια γυναίκα σκλαβώθηκες εδώ πέρα?
Αλλο που δεν ήθελε εκείνος. Πήγε στην κουζίνα και έφερε το μπουκάλι με τη σιροπιασμένη λεμονάδα. Σέρβιρε στα ποτήρια, έβαλε και μπόλικο παγωμένο νερό και μετά άφησε το μπουκάλι ανοιχτό πάνω στο πεζούλι, κάτω από τον ήλιο. Σε λίγο μύγες ήρθαν, βούτηξαν με λαχτάρα μέσα στο μπουκάλι και άρχισαν να ρουφούν τη ζάχαρη. Ο μπαρμπα Λεωνίδας σηκώθηκε αργά και έκλεισε το μπουκάλι με το φελλό. Σε λίγο άλλες μύγες βολτάριζαν πάνω στη γυάλινη επιφάνεια. Eψαχναν τρόπο να μπουν μέσα. Nα πάρουν κι αυτές μέρος στο τσιμπούσι.
- Τις βλέπεις, τις βλέπεις τις τρελές; είπε.
- Αυτές που είναι απ έξω, καίγονται να μπούν μέσα να γλυκαθούνε. Οι άλλες που χόρτασαν όμως χτυπούν το κεφάλι τους στο γυαλί για να βγούνε. Βγάλε άκρη. Ενα γυαλί είναι ο κόσμος αγόρι μου, ένα γυαλί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: